παιχνιδιάρικος

παιχνιδιάρικος
playful

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιχνιδιάρικος — και παιγνιδιάρικος, η, ο [παιχνιδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιχνιδιάρη («παιχνιδιάρικα καμώματα») 2. μτφ. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, χαριτωμένος. επίρρ... παιχνιδιάρικα με παιχνιδιάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • παιχνιδιάρικος — η, ο αυτός που παίζει πολύ, που αγαπά τα παιχνίδια, παιχνιδιάρης: Το γατάκι είναι παιχνιδιάρικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιγνιδιάρικος — η, ο βλ. παιχνιδιάρικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”